Η βροχή πάντα έρχεται όταν είσαι στη θάλασσα και κρυφογελάς στον ήλιο. Όχι λυτρωτική. Όξινη. Λυσσαλέα. Να κάψει μέχρι τα τρίσβαθα.
Ποτέ δεν μετάνιωσα για όσα ρίσκαρα. Ακόμα και όταν τα έχασα όλα.
Thursday, 28 June 2007
Do not touch! εύθραστον
Sunday, 24 June 2007
Πικρή μου γεύση αξέχαστη
Είχα ξεχάσει.
Έγραφα στο τετράδιο του μυαλού μου για γνώριμα πλακόστρωτα. Χαμογελούσα για έναν μουσικό που τραγουδούσε για την θάλασσα μέσα του και για το νυχτολούλουδο που τον ξεπλήρωσε. -Ποτέ δεν έμαθα να δίνω λεφτά.- Ξαφνιαζόμουνα που όλος ο κόσμος μιλούσε ελληνικά. Έτρεχα να προλάβω τρένα και λεωφορεία που κατέφταναν γεμάτα αγκαλιές. Κι ονειρευόμουνα. Γιατί είχα ξεχάσει.
Μα μου το θυμίσανε.
Μια μόνο διαδρομή με το τρόλλεϋ ήταν αρκετή. Μπήκε μέσα με όλη του την αξιοπρέπεια. Όση θα μπορούσε να του έχει απομείνει. Τα μάτια του δεν σου ζητούσαν οίκτο. Χάριζε μικρές στιγμές απόλαυσης. Μα κάθε νότα που ξέφευγε από τις χορδές του με πλήγωνε. Θυμήθηκα όλα όσα με πικραίνουν κάθε μέρα και καμιά φορά ηθελημένα τα ξεχνώ. Πέρασε από μπροστά μου. Δεν άπλωσε χέρι, δεν ζήτησε τίποτα. Και τίποτα του έδωσα. Γιατί δεν έμαθα να δίνω λεφτά.
Κι εκεί μπροστά σε όλους, πίσω από την ανωνυμία των γυαλλιών μου, έκλαψα. Για ένα σύστημα που δεν δουλεύει και κανείς δεν θέλει να διορθώσει. Για την αδιαφορία και τον παρτακισμό. Για την επανάπαυση και την γκρίνια όσο πίνουμε αμέριμνα τα freddo των 5 ευρώ. Για τον ρατσισμό, τον κοινωνικό ρατσισμό, και την ευκολία να κρίνουμε. Για την ανισότητα που κάθε μέρα ενισχύω με τις πράξεις μου. Για τις αρχές και τις θέσεις μου που δεν έμαθα να υπερβαίνω. Γιατί δεν έμαθα να δίνω λεφτά...
Έγραφα στο τετράδιο του μυαλού μου για γνώριμα πλακόστρωτα. Χαμογελούσα για έναν μουσικό που τραγουδούσε για την θάλασσα μέσα του και για το νυχτολούλουδο που τον ξεπλήρωσε. -Ποτέ δεν έμαθα να δίνω λεφτά.- Ξαφνιαζόμουνα που όλος ο κόσμος μιλούσε ελληνικά. Έτρεχα να προλάβω τρένα και λεωφορεία που κατέφταναν γεμάτα αγκαλιές. Κι ονειρευόμουνα. Γιατί είχα ξεχάσει.
Μα μου το θυμίσανε.
Μια μόνο διαδρομή με το τρόλλεϋ ήταν αρκετή. Μπήκε μέσα με όλη του την αξιοπρέπεια. Όση θα μπορούσε να του έχει απομείνει. Τα μάτια του δεν σου ζητούσαν οίκτο. Χάριζε μικρές στιγμές απόλαυσης. Μα κάθε νότα που ξέφευγε από τις χορδές του με πλήγωνε. Θυμήθηκα όλα όσα με πικραίνουν κάθε μέρα και καμιά φορά ηθελημένα τα ξεχνώ. Πέρασε από μπροστά μου. Δεν άπλωσε χέρι, δεν ζήτησε τίποτα. Και τίποτα του έδωσα. Γιατί δεν έμαθα να δίνω λεφτά.
Κι εκεί μπροστά σε όλους, πίσω από την ανωνυμία των γυαλλιών μου, έκλαψα. Για ένα σύστημα που δεν δουλεύει και κανείς δεν θέλει να διορθώσει. Για την αδιαφορία και τον παρτακισμό. Για την επανάπαυση και την γκρίνια όσο πίνουμε αμέριμνα τα freddo των 5 ευρώ. Για τον ρατσισμό, τον κοινωνικό ρατσισμό, και την ευκολία να κρίνουμε. Για την ανισότητα που κάθε μέρα ενισχύω με τις πράξεις μου. Για τις αρχές και τις θέσεις μου που δεν έμαθα να υπερβαίνω. Γιατί δεν έμαθα να δίνω λεφτά...
Subscribe to:
Posts (Atom)