Friday, 29 December 2006

in the name of justice


Δεν τολμώ να κρίνω τις πράξεις του.

Θα κρίνω όμως τις δικες μας.

Η απόφαση πάρθηκε. Και εκτελέστηκε.
Ξημερώματα Σαββάτου. Παραμονή παγκόσμιας γιορτής. Θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε μέρα. Είμαστε συνηθισμένοι άλλωστε. Καθόμαστε στο σκαμνί του κριτή και αποφασίζουμε για τις ζωές όλων. Όλοι εμείς που έχουμε την τύχη να μην είμαστε δεκτες των συνεπειών. Παίρνουμε το βαρυσήμαντο υπεροπτικό μας ύφος και εκτελούμε. Όλοι εμείς που κάθε μέρα εκτελούμε εκατοντάδες. Με την ψήφο μας. Την αδιαφορία μας. Τον καταναλωτισμό μας. Την έλλειψη σεβασμού προς το περιβάλλον.
Κάθε φορα είναι πιο εμφανής η συγγένειά μας με το αξιολάτρευτο ζωικό βασίλειο. Διψάμε για αίμα! Λατρεύουμε να επιδεικνύουμε την δύναμή μας. Αλλα εσύ θα πατούσες την σκανδάλη? Θα έκανες την ένεση? Θα άφηνες την γκιλοτίνα να πέσει? Κάποιος το έκανε. Και ίσως -ίσως- δεν νιώθει κανένα βάρος στην ψυχή του. Γιατί του άξιζε. Γιατί είχε σκοτώσει. Γιατί ήταν υπαίτιος πολλών εγκλημάτων. Η απόφαση πάρθηκε από κάποιον άλλο. Αυτός απλά την εκτέλεσε. Απλά άφησε το αίμα να τρέξει. Ζεστό, για να ξεπλύνει τα τόσα εγκλήματα.
Καθόλη τη διάρκεια όμως ήταν πασιφανές το ποσο πολιτισμένοι είμαστε. Όσο ζούσε τον μεταχειρίστηκαν με σεβασμό. Πάνω απόλα σεβόμαστε την ζωή και τα δικαιώματα των άλλων. Μέχρι να τους εκτελέσουμε. Ως απόδειξη παρουσιάζουμε φωτογραφίες και video. Μονο σε ένα μικρό παράπτωμα υποπέσαμε. Αποκλείσαμε την γενέτειρα του για 4 μέρες. Απαγορέψαμε την είσοδο και την έξοδο από την πόλη. Όλα όμως έγιναν για καλο σκοπό, για την αποφυγή αιματηρών επεισοδιων. Σαν τον καλο κύριο Bush, που για να διασφαλίσει την ομαλή διαβίωση σε αυτή την φιλήσυχη χωρα θέλει να στείλει 20.000 στρατιώτες.
Αύριο, στις 12 ακριβώς, θα χτυπήσουν οι καμπάνες. Όλος ο κόσμος θα αγκαλιαστεί. Θα δώσει φιλια στο στόμα. Και με το χαμόγελο και την ελπίδα ζωγραφισμένα στα χείλη του θα ονειρευτεί ένα μαγικό 2007. Αύριο η εκτέλεση του κακού Sadam Husein θα ανήκει στο παρελθόν.

Saturday, 16 December 2006

και ύστερα ;

Τα νύχια της μάτωναν τον τοίχο. Μπλε παράθυρα που ξεχάστηκαν και κλειδώθηκαν μέσα. Η μουσική υπόκρουση ήταν δώρο από έναν άγνωστο. Πιο φίλο από την Σκύλα της. Η Χάρυβδη είναι χρόνια που τις είχε εγκαταλείψει. Μόνο το γεράνι την περίμενε ακόμα. Μα κάθε που ξημέρωνε Κυριακή την καταριότανε. Θυμότανε και δάκρυζε.
Κάθε που ξημέρωνε Κυριακή τα μανταρίνια σκαρφάλωναν στα κλαδιά τους. Εκείνη τρεκλίζοντας κατέβαινε την ανηφόρα. Ο αέρας διαπερνούσε τους πόρους της και δεν την άγγιζε. Έτρεμε το βλέμμα της. Ήθελε να την κάψει με το κρύο του. Να λιώσει, να γίνει ένα με αυτόν. Μα το χαμόγελο τον φόβιζε.
Το ταξίδι συνεχίζεται. Προς τα μέσα. Προς τα απύθμενα της επιφάνειας. Κι ο ήλιος δεν δροσίζει πια. Βούτηξε στα κύματα και χάθηκε. Εκείνη τον έψαξε. Μια φορά. Μετά κουράστηκε. Η Σκύλα -σαν καλή γάτα- απαξίωσε. Κούρνιασε στον βράχο της και δεν κοιμήθηκε.
Κάθε που ξημέρωνε Κυριακή όλα ήταν όπως κάθε άλλη μέρα.