Wednesday, 29 October 2008

Casas viejas somos todos


Παλιά σπίτια είμαστε όλοι. Τα πόδια μας άλλοτε γερά θεμέλια άλλοτε φαγωμένα από τον γέρο χρόνο. Το κορμί μας από πέτρα είτε λάσπη κι άχυρα, σύμφωνα με τους χτίστες που μας έτυχαν και τον διακοσμητή που επιλέξαμε. Τα πρόσωπά μας τοίχοι γεμάτα χαραμάδες και σημάδια από ήλιους, χαμόγελα, πετροπόλεμους και στιγμές βαθύ περισυλλογισμού. Τα μάτια μας φωτεινά ή ομιχλώδη παράθυρα με ίχνη από στάλες βροχής στις γωνίες. Κι η ψυχή μας ζεστή, γαλήνια, βασανισμένη, γεμάτη οίκτο ή οργή ανάλογα με τα άτομα που της κλήρωσαν να ζούνε μέσα.

Παλιά σπίτια είμαστε όλοι. Κι είναι η φλίδα της μπογιάς που ατσούμπαλα ξέφτισε κι η μυρωδιά από καψαλισμένο ψωμί ό,τι με προσκαλεί να μπω μέσα.


Friday, 24 October 2008

set my spirit free

They say, there is no bad that for good does not come. And I wonder, is there any good that for bad does not come? Is there any freedom that would not fit a cage? Cause words are cages. Nations are cages. Memories can be cages. Religions are often cages. Promises become cages. A mother's hug could be a cage. Ideas some times become cages. And choices... Choices are the trickiest optional cage.

Thursday, 23 October 2008

Σσσσσσσ...


Με τρομάζουν οι σιωπές αυτόν τον καιρό.
Και συνήθιζαν να είναι οι αγαπημένες μου στιγμές...
Με τρομάζουν.
Γι'αυτό δεν παύω να μιλάω φωναχτά στον εαυτό μου.


Tuesday, 7 October 2008

["Σου γράφω πάλι από ανάγκη..."]

Βρέχει. Κι έχει μείνει το παράθυρο επίτηδες ανοιχτό. Να γλυστρήσουν αργά μέσα οι πιο θαρραλέες στάλες. Να εισχωρήσει το κρύο επιθετικό, για να έχω δικαιολογία για αυτό το τρέμουλο. Θα ήθελα να κάνει έξω παγωνιά και να θολώνουν τα τζάμια από την θέρμη μας. Να είχαμε μια καμινάδα που εκπνέει καπνό και να γυρίσουμε το δικό μας ασπρόμαυρο μελό παραμύθι. 
Είναι από ώρα που έπαψαν τα αεροπλάνα να περνάνε. Κόπασε κι ο αέρας. Σταμάτησαν τα φύλλα των δέντρων να ψιθυρίζουν. Ακίνητη σταθερά στο οπτικό μου κάδρο το μωβ δαχτυλίδι τού London's Eye. Επιβάλλεται και με προκαλεί. Να το γυρίσω σαν τροχό της τύχης, να αποκτήσουν για μια στιγμή τα χείλη μου γεύση από μαλλί της γριάς. Και με την γλύκα στο στόμα να αφήσω ατελείωτο ακόμα ένα γράμμα.
Θα σου έγραφα. Θα σου έγραφα και θα άρχιζα με λέξεις που έχουν ξανατραγουδηθεί. Με λέξεις που κάπου στην εφηβεία ίσως να χάρισες και να χάρισα σε κάποιον άλλον. Μα δεν θα σου ζητήσω να κάνεις τίποτα που σε πληγώνει. Ούτε θα σου διηγηθώ τις μικρές παρανοϊκές μου στιγμές. Δεν θα σου μιλήσω για το κενό που νιώθω όταν βγαίνω από το σινεμά. Δεν θα σου περιγράψω τα βράδια που ψάχνω απεγνωσμένα το στέρνο και την μυρωδιά σου για να κουρνιάσω. Και θα αρνηθώ επίμονα πως αποζητώ τους ατελείωτους μονολόγους σου για θέματα που με ενδιέφεραν μόνο επειδή υπερχείλιζες από καύλα.
Θα σου έγραφα. Αν είχα τρόπο να αποτυπώσω το χαμόγελο που μένει χαραγμένο μέσα μου. Αν μπορούσα να με εσωκλείσω. Χωρίς λέξεις, γιατί ήδη έχουμε πει πολλές. Να φτάσω όπου βρίσκεσαι, χωρίς καταπιεστικούς σχεδιασμούς. Να χωθώ στην αγκαλιά σου, η καρδιά μου κόντρα στην δική σου και η μύτη μου να ξαποστάσει στην κούρβα του λαιμού σου. Να εξατμιστούν, για μια στιγμή, η απόσταση και τα δάκρυα που μας χωρίζουν. Να μοιραστώ μαζί σου την αγάπη που μου άφησες συντροφιά. Και να εξαφανιστώ.