Μέρες τώρα το έχω στο μυαλό μου. Δεν ξέρω πώς να το προσεγγίσω. Σαν κομήτης μου αποκαλύφθηκε. Το είχα δει να έρχεται, αλλά δεν μπορούσα να το πιστέψω. Είχα τις αμφιβολίες μου. Κι αυτός αμφιβάλλει. Δεν είναι σίγουρος. Πόσο δύσκολο πρέπει να του είναι.
Με έπιασε τις προάλλες μετά την δουλειά. Στην αρχή μου έκανε κάτι ακατανόητες ερωτήσεις. Μου μιλούσε για τα συμπεράσματα που έχει βγάλει από την συναναστροφή του με ορισμένα άτομα, για το ότι πρέπει να αλλάξει την νοοτροπία του σε κάποια θέματα. Δεν τον καταλάβαινα. Μέχρι που μου έκανε την κρίσιμη ερώτηση: "Θεωρείς πως είμαι ομοφυλόφιλος?"
Με αιφνιδίασε. Πάντα οι σχέσεις μας ήταν μετρίου τύπου. Δεν ανοίγομαι κι εγώ εύκολα. Οπότε υποθέτω ότι κρατάω και τους άλλους σε απόσταση. Δεν ταιριάζει και στον χαρακτήρα του να κάνει τόσο ευθείες ερωτήσεις. Για λίγα δευτερόλεπτα τον κοίταζα χωρίς να μπορώ να του απαντήσω.
Είχε περάσει από το μυαλό μου σαν πιθανότητα. Όχι μόνο σε εμένα. Είχε συζητηθεί στην παρέα. Είναι που είναι τόσο ευαίσθητος. Και έχει έναν περίεργο αέρα κάποιες φορές. Μα αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Έχω φίλους που ο ρομαντισμός τους με κάνει να μοιάζω κυνική και αναίσθητη. Ούτε οι σχέσεις του με τις γυναίκες θα μπορούσαν να μαρτυρήσουν κάτι τέτοιο. Μάλλον θα τον κατέτασσα στην κατηγορία των αντρών που δεν έχουν ερωτευτεί ποτέ και τις θέλουν όλες δικές τους. Θα μπορούσε όμως να είναι bisexual.
Του είπα την αλήθεια. Μάλλον το περίμενε. Τον απογοήτευσα όμως. Φάνηκε στα μάτια του. Είχε μια ελπίδα ότι ίσως το αρνιόμουν. Κρεμάστηκε πάνω μου.
Άρχισε να μου εξιστορεί πώς ξεκίνησαν όλα. Καταστάσεις, σκέψεις, αμφιβολίες. Μου άνοιξε την καρδιά του και δεν μου έκρυψε τίποτα. Μου εκμυστηρεύτηκε κάθε φόβο που είχε θάψει μέσα του. Μου μιλούσε και έτρεμε. Και συνέχεια με ρωτούσε. Τι πιστεύω εγώ, πώς θα αντιδρούσα αν μου έλεγε το ίδιο ο φίλος μου, το παιδί μου. Σε κάθε μου λέξη με κοιτούσε βαθειά μέσα στα μάτια να βρει την αλήθεια μου. Σε κάθε του λέξη έβλεπα φόβο. Φόβο, άρνηση, ανασφάλεια, αγωνία.
Μου μιλούσε και το μυαλό μου έτρεχε. Η σκέψη μου πήγαινε σε όλες εκείνες τις στιγμές που "κοροϊδεύαμε" την κατάσταση με τους υπόλοιπους. Θυμήθηκα όλα τα σχόλια που με είχαν κάνει να γελάσω τόσες φορές. Ντράπηκα. Ντράπηκα που μπόρεσα να γίνω τόσο μικρή, που άφησα το μυαλό μου να μπλεχτεί σε στερεότυπα και δεν άφησα ούτε στιγμή την σκέψη μου να πάει παραπέρα και να αναλογιστώ και την δική του θέση. Τα έβαζα με την Εκκλησία, την στενόμυαλη και ρατσιστική κοινωνία που δεν μπορεί να δεχτεί την διαφορετικότητα, αλλά έστω και άθελά μου, έστω και αστειευόμενη είχα βάλει κι εγώ ένα πετραδάκι για να την διατηρήσω απάνθρωπη.
Άκουσα κάθε του ανησυχία. Έχει ξεπεράσει τα όρια της απελπισίας. Δεν ξέρει πού βρίσκεται, ποιος είναι. Θεωρεί τον εαυτό του άρρωστο. Παλεύει εναντίον του. Οι σκέψεις του είναι μαύρες και με φοβίζουν. Δεν μπορεί να αποδεχτεί τον εαυτό του. Δεν το θέλει. Ζητάει βοήθεια. Αλλά τη βοήθεια που ζητάει μπορεί να του την προσφέρει μόνο ο ίδιος. Την απάντηση την έχει αυτός. Αυτό τον βαραίνει.
Του έκανα μια αγκαλιά και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής.
Με αιφνιδίασε. Πάντα οι σχέσεις μας ήταν μετρίου τύπου. Δεν ανοίγομαι κι εγώ εύκολα. Οπότε υποθέτω ότι κρατάω και τους άλλους σε απόσταση. Δεν ταιριάζει και στον χαρακτήρα του να κάνει τόσο ευθείες ερωτήσεις. Για λίγα δευτερόλεπτα τον κοίταζα χωρίς να μπορώ να του απαντήσω.
Είχε περάσει από το μυαλό μου σαν πιθανότητα. Όχι μόνο σε εμένα. Είχε συζητηθεί στην παρέα. Είναι που είναι τόσο ευαίσθητος. Και έχει έναν περίεργο αέρα κάποιες φορές. Μα αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Έχω φίλους που ο ρομαντισμός τους με κάνει να μοιάζω κυνική και αναίσθητη. Ούτε οι σχέσεις του με τις γυναίκες θα μπορούσαν να μαρτυρήσουν κάτι τέτοιο. Μάλλον θα τον κατέτασσα στην κατηγορία των αντρών που δεν έχουν ερωτευτεί ποτέ και τις θέλουν όλες δικές τους. Θα μπορούσε όμως να είναι bisexual.
Του είπα την αλήθεια. Μάλλον το περίμενε. Τον απογοήτευσα όμως. Φάνηκε στα μάτια του. Είχε μια ελπίδα ότι ίσως το αρνιόμουν. Κρεμάστηκε πάνω μου.
Άρχισε να μου εξιστορεί πώς ξεκίνησαν όλα. Καταστάσεις, σκέψεις, αμφιβολίες. Μου άνοιξε την καρδιά του και δεν μου έκρυψε τίποτα. Μου εκμυστηρεύτηκε κάθε φόβο που είχε θάψει μέσα του. Μου μιλούσε και έτρεμε. Και συνέχεια με ρωτούσε. Τι πιστεύω εγώ, πώς θα αντιδρούσα αν μου έλεγε το ίδιο ο φίλος μου, το παιδί μου. Σε κάθε μου λέξη με κοιτούσε βαθειά μέσα στα μάτια να βρει την αλήθεια μου. Σε κάθε του λέξη έβλεπα φόβο. Φόβο, άρνηση, ανασφάλεια, αγωνία.
Μου μιλούσε και το μυαλό μου έτρεχε. Η σκέψη μου πήγαινε σε όλες εκείνες τις στιγμές που "κοροϊδεύαμε" την κατάσταση με τους υπόλοιπους. Θυμήθηκα όλα τα σχόλια που με είχαν κάνει να γελάσω τόσες φορές. Ντράπηκα. Ντράπηκα που μπόρεσα να γίνω τόσο μικρή, που άφησα το μυαλό μου να μπλεχτεί σε στερεότυπα και δεν άφησα ούτε στιγμή την σκέψη μου να πάει παραπέρα και να αναλογιστώ και την δική του θέση. Τα έβαζα με την Εκκλησία, την στενόμυαλη και ρατσιστική κοινωνία που δεν μπορεί να δεχτεί την διαφορετικότητα, αλλά έστω και άθελά μου, έστω και αστειευόμενη είχα βάλει κι εγώ ένα πετραδάκι για να την διατηρήσω απάνθρωπη.
Άκουσα κάθε του ανησυχία. Έχει ξεπεράσει τα όρια της απελπισίας. Δεν ξέρει πού βρίσκεται, ποιος είναι. Θεωρεί τον εαυτό του άρρωστο. Παλεύει εναντίον του. Οι σκέψεις του είναι μαύρες και με φοβίζουν. Δεν μπορεί να αποδεχτεί τον εαυτό του. Δεν το θέλει. Ζητάει βοήθεια. Αλλά τη βοήθεια που ζητάει μπορεί να του την προσφέρει μόνο ο ίδιος. Την απάντηση την έχει αυτός. Αυτό τον βαραίνει.
Του έκανα μια αγκαλιά και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής.
3 comments:
όταν ήμουν στον στρατό, στο κέντρο τις πρώτες μέρες που παρουσιάστηκα δηλαδή, στο διπλανό κρεβάτι κουκέτα ήταν ένα παλικάρι με μπόλικη ευαισθησία, περίεργο τρόπο ομιλίας και κίνησης και αμέσως κάποιοι άρχισαν τα πειράγματα, έπαθα ταπιροκρανίωση, ό,τι και να ήταν πρώτον ήταν δικαίωμά του, χωρίς καν να το σκεφτώ μια μέρα που δέχθηκε αισχρή επίθεση πήρα το μέρος του, λέγοντας τους ότι με την ομοφοβία που δείχνουν, μάλλον θα έπρεπε να ψαχθούν μέσα τους περισσότερο γιατί μάλλον και αυτοί το ίδιο είναι. Ήταν παράξενο αλλά οι περισσότεροι από τότε σταμάτησαν να τον πειράζουν, ενώ το ότι έκανα παρέα μαζί του άρχισε να λειτουργεί θετικά και για άλλους που τον πλησίασαν και έγιναν και αυτοί παρέα μας, στο τέλος από το περιθώριο που ήταν έγινε σχεδόν επίκεντρο, ποτέ δεν έκατσα να τον ρωτήσω τελικά αν είναι ή δεν είναι, του φερόμουν όπως σε όλους και αυτό λειτούργησε, αργότερα με τις μεταθέσεις χαθήκαμε, αλλά η μοναδική φωτό που έχω από κει είναι με αυτό το παιδί και άλλους δύο από την παρέα
Μακάρι όλοι να έλεγαν "δικαίωμά του είναι"!
Νιώθω πως πρέπει να απολογηθώ. Οποιοσδήποτε σχολιασμός από μεριά μου/μας δεν ήταν κακόβουλος ούτε δήλωνε μη αποδοχή. Περισσότερο ανήκει στην κουτσομπολίστικη πλευρά κάθε ανθρώπου (καθόλου τιμητικό βέβαια). Εξάλλου κανείς μας δεν ενδιαφέρεται για το τί κάνει στο κρεβάτι του.
Δυστυχώς όμως δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Αυτό θα ήταν το εύκολο. Έχοντας μεγαλώσει σε μια ρατσιστική κοινωνία ο ίδιος δεν μπορεί να αποδεχτεί τον εαυτό του. Τον σιχαίνεται και μόνο στην ιδέα ότι ίσως αποκλίνει από το "φυσιολογικό". Τρέμει τόσο πολύ που δεν τολμάει να ανακαλύψει τι θα τον έκανε πραγματικά ευτυχισμένο.
Με πονάει να τον βλέπω να υποφέρει εξαιτίας στενόμυαλων πεποιθήσεων. Με αγανακτεί που δεν έχω την σοφία, την δύναμη να τον βοηθήσω. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να του προσφέρω έναν ώμο όταν τον χρειάζεται.
Ti fobotan telika? Ton eauto tou n to "peos" se abstract morfi?
Post a Comment